συνασπισμός
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [si.na.spi.ˈzmɔs]
podstatné jméno
editovat- rod mužský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | συνασπισμός | συνασπισμοί |
genitiv | συνασπισμού | συνασπισμών |
akuzativ | συνασπισμό | συνασπισμούς |
vokativ | συνασπισμέ | συνασπισμοί |
význam
editovat- koalice
- Η συντόμευση ΣΥΡΙΖΑ θέλει να πει "συνασπισμός ριζοσπαστικής αριστεράς". – Zkratka SYRIZA znamená "koalice radikální levice".