συνασπισμός

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [si.na.spi.ˈzmɔs]

podstatné jméno

editovat
  • rod mužský

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ συνασπισμός συνασπισμοί
genitiv συνασπισμού συνασπισμών
akuzativ συνασπισμό συνασπισμούς
vokativ συνασπισμέ συνασπισμοί

význam

editovat
  1. koalice
    • Η συντόμευση ΣΥΡΙΖΑ θέλει να πει "συνασπισμός ριζοσπαστικής αριστεράς". – Zkratka SYRIZA znamená "koalice radikální levice".

související

editovat
  NODES
os 8
text 1