Κολλοειδές – στη χημεία – χαρακτηρίζεται το ομογενές μίγμα που περιέχει μικροσκοπικά σωματίδια μιας χημικής ουσίας ομοιόμορφα διασκορπισμένα μέσα σε μια άλλη και που παραμένουν μη αναμίξιμα. Τα σωματίδια αυτά ονομάζονται μικύλλια (micelles).

Σε ένα διάλυμα (ηλεκτρολύτη ή όχι), τα υπό διασκόρπιση σωματίδια (άτομα ή μόρια) έχουν μέγεθος της τάξης των 10-7 cm. Στο κολλοειδές το μέγεθος των μικυλλίων είναι από 10-7 έως 10-5 cm (1 - 100 nm) που σχηματίζουν δομή κολλοειδή (sol) ή πηκτή (gel) που δεν διέρχεται μέσα από κυτταρικές μεμβράνες. Παρά ταύτα παραμένουν διασκορπισμένα, μη παρασυρόμενα από τη βαρύτητα, έτσι ώστε να καθιζάνουν, παραμένοντας έτσι αιωρούμενα. Σε αντίθεση, επίσης, με τα διαλύματα, τα κολλοειδή εμφανίζουν σκέδαση στο φως.

Τα σωματίδια του κολλοειδούς μπορεί να είναι στερεά ή υγρά (σταγονίδια) ή ακόμα και αέρια (φυσαλίδες). Όπως και τα διαλύματα, υπάρχουν κολλοειδή τα οποία έχουν ως μέσο διασποράς και διασπειρόμενη ουσία και στις τρεις φάσεις (στερεό, υγρό, αέριο), με εξαίρεση αυτή που και οι δύο φάσεις είναι αέριες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα κολλοειδών είναι:

  • Καπνός: Μέσο διασποράς αέριο, διασπειρόμενη ουσία στερεό (κολλοειδές στερεό αερόλυμα).


Τα κολλοειδή είναι πολύ συνηθισμένα στην έμβια ύλη, π.χ. στα κύτταρα όπου οι μεγάλες επιφάνειες είναι πολύ σημαντικές για τις χημικές αλλαγές που συντελούνται εκεί.

  NODES