Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδιάντροπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδιάντροπ
ος
η
αδιάντροπ
η
το
αδιάντροπ
ο
γενική
του
αδιάντροπ
ου
της
αδιάντροπ
ης
του
αδιάντροπ
ου
αιτιατική
τον
αδιάντροπ
ο
την
αδιάντροπ
η
το
αδιάντροπ
ο
κλητική
αδιάντροπ
ε
αδιάντροπ
η
αδιάντροπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδιάντροπ
οι
οι
αδιάντροπ
ες
τα
αδιάντροπ
α
γενική
των
αδιάντροπ
ων
των
αδιάντροπ
ων
των
αδιάντροπ
ων
αιτιατική
τους
αδιάντροπ
ους
τις
αδιάντροπ
ες
τα
αδιάντροπ
α
κλητική
αδιάντροπ
οι
αδιάντροπ
ες
αδιάντροπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδιάντροπος
<
μεσαιωνική ελληνική
αδιάντροπος
Επίθετο
επεξεργασία
αδιάντροπος -η, -ο
άτομο ή πράξη χωρίς
ντροπή
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξετσίπωτος
ξεδιάντροπος
αναίσχυντος
Αντώνυμα
επεξεργασία
συνεσταλμένος
ντροπαλός
Συγγενικά
επεξεργασία
αδιαντροπιά
αδιάντροπα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιάντροπος
αγγλικά
:
shameless
(en)
γαλλικά
:
éhonté
(fr)
εβραϊκά
:
חצוף
(he)