- αετός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀετός και αἱετός < ἀίσσω (ορμώ)
- ΔΦΑ : /a.eˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐τός
αετός αρσενικό (θηλυκό αετίνα)
- (πτηνό) αρπακτικό πουλί
- (μεταφορικά) έξυπνος και πολυμήχανος άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: ξεφτέρι, οξυδερκής, σαΐνι
- {{ετ|ψάρι} μεγάλο σαλάχι που ανήκει στην οικογένεια των Μυλιοβατιδών
- ο χαρταετός
- αϊτός (για το πουλί και τη μεταφορική σημασία)
αρπακτικό πουλί
- αρχαία ελληνικά : ἀετός
- αγγλικά : eagle (en)
- αγγλοσαξονικά : earn (ang)
- αζεριανά : ҝартал (az), qartal (az)
- αϊμάρα : paka (ay)
- αλβανικά : shqiponja (sq), shkabë (sq)
- αραβικά : نسر (ar) (nasr)
- αρμενικά : արծիվ (hy) (arciv)
- αφρικάανς : arend (af), adelaar (af)
- βασκικά : arrano (eu)
- βιετναμικά : chim đại bàng (vi)
- βοσνιακά : orao (bs)
- βουλγαρικά : орел (bg) (orel)
- βρετονικά : erer (br)
- γαλικιανά : aguia (gl)
- γαλλικά : aigle (fr)
- γερμανικά : Adler (de), Aar (de) (ποιητικό)
- γεωργιανά : არწივი (ka) (arc’ivi)
- γίντις : אָדלער (yi) (odler)
- δανικά : ørn (da)
- εβραϊκά : נשר (he) (nesher)
- εσθονικά : kotkas (et)
- εσπεράντο : aglo (eo)
- ζουλού : ukhozi (zu), inkwazi (zu), ulukhozi (zu)
- ιαπωνικά : 鷲 (ja) (わし (ja) washi)
- ινδονησιακά : elang (id)
- ινουκτιτούτ : ᓇᒃᑐᕋᓕᒃ (iu) (nakturalik)
- ίντο : aglo (io)
- ιρλανδικά γαελικά : iolar (ga)
- ισλανδικά : örn (is)
- ισπανικά : águila (es)
- ιταλικά : aquila (it)
- κανάντα : ಗರುಡ (kn) (garuḍa)
- καταλανικά : àliga (ca), àguila (ca)
- κέτσουα : anca (qu)
- κινεζικά παραδοσιακά: 老鷹 (lǎoyīng)
- κινεζικά απλουστευμένα: 老鹰 (lǎoyīng)
- κλίγκον : toQ
- κορεατικά : 독수리 (ko) (doksuri)
- κορνουαλικά : er (kw)
- κροατικά : orao (hr)
- λαδινικά : eguia
- βόρεια λαπωνικά : goaskin
- λατινικά : aquila (la)
- λετονικά : ērglis (lv)
- λευκορωσικά : арол (be), aroł (be)
- λιθουανικά : erelis (lt), aras (lt)
- μαλτέζικα : ajkla (mt)
- μογγολικά : бүргэд (mn) (bürged)
- μολδαβικά : vultur (mo)
- νάουατλ : cuāuhtli
- ναπολιτάνικα : àquela
- νορβηγικά : ørn (no)
- ολλανδικά : arend (nl), adelaar (nl)
- οξιτανικά : agla (oc)
- ουαλικά : eryr (cy)
- ουγγρικά : sas (hu)
- ουκρανικά : орел (uk)
- ούρντου : (chiil)
- παπιαμέντο : águila
- περσικά : عقاب (fa) (ekāb)
- πολωνικά : orzeł (pl)
- πορτογαλικά : águia (pt)
- ραιτορομανικά : evla
- ρουμανικά : acvilă (ro)
- ρωσικά : орёл (ru)
- σανσκριτικά : गरुडः (sa) (garuḍaḥ)
- σαρδηνιακά : àcuila, altanera, àbbile
- σεμπουάνο : agila
- σερβικά : орао (sr) (orao)
- σικελικά : àcula (scn)
- κορσικανικά : acula (co)
- σκωτικά γαελικά : iolair (gd)
- σλαβομακεδονικά : орел (mk) (orel)
- σλοβακικά : orol (sk)
- σλοβενικά : orel (sl), orlica (sl)
- σότο (βόρεια) : ntšhu
- σουάζι : lú-khôzi (ss)
- σουηδικά : örn (sv)
- ταϊλανδικά : อินทรี (th) (inôtrii)
- τόνγκα : 'ikale
- τουρκικά : kartal (tr)
- τουρκμενικά : bürgüt (tk)
- τσαμόρο : ágila
- τσεγιέν : netse
- τσερόκι : ᎤᏬᎭᎵ (chr) (uwohali)
- τσεχικά : orel (cs)
- φεροϊκά : ørn (fo)
- φινλανδικά : kotka (fi)
- δυτικά φριζικά : earn (fy)
- χίντι : गरुड़ (hi) (garuḍha)
- Potawatomi : kno
|