ακέραιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακέραιος | η | ακέραιη | το | ακέραιο |
γενική | του | ακέραιου | της | ακέραιης | του | ακέραιου |
αιτιατική | τον | ακέραιο | την | ακέραιη | το | ακέραιο |
κλητική | ακέραιε | ακέραιη | ακέραιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακέραιοι | οι | ακέραιες | τα | ακέραια |
γενική | των | ακέραιων | των | ακέραιων | των | ακέραιων |
αιτιατική | τους | ακέραιους | τις | ακέραιες | τα | ακέραια |
κλητική | ακέραιοι | ακέραιες | ακέραια | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακέραιος, ακέραιη & ακέραια & ακεραία, ακέραιο
- που δεν έχει μειωθεί ή δεν του λείπει κάτι
- (μαθηματικά) καθένας από τους αριθμούς του συνόλου , το μηδέν ή φυσικός αριθμός με αρνητικό ή θετικό πρόσημο
- (μεταφορικά) (για άνθρωπο) σώος, αβλαβής
- (μεταφορικά) (για άνθρωπο) που είναι έντιμος ή άψογος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακέραιος
αριθμός