Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλκαλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλκαλικ
ός
η
αλκαλικ
ή
το
αλκαλικ
ό
γενική
του
αλκαλικ
ού
της
αλκαλικ
ής
του
αλκαλικ
ού
αιτιατική
τον
αλκαλικ
ό
την
αλκαλικ
ή
το
αλκαλικ
ό
κλητική
αλκαλικ
έ
αλκαλικ
ή
αλκαλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλκαλικ
οί
οι
αλκαλικ
ές
τα
αλκαλικ
ά
γενική
των
αλκαλικ
ών
των
αλκαλικ
ών
των
αλκαλικ
ών
αιτιατική
τους
αλκαλικ
ούς
τις
αλκαλικ
ές
τα
αλκαλικ
ά
κλητική
αλκαλικ
οί
αλκαλικ
ές
αλκαλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλκαλικός
<
αλκάλ(ιο)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αλκαλικός, -η, -ο
(
χημεία
) που έχει τις ιδιότητες αλκαλίου, ή που περιέχει αλκάλιο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
αλκαλική γαία
αλκαλική παλίρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλκαλικός
αγγλικά
:
alkaline
(en)
γαλλικά
:
alcalin
(fr)
εσπεράντο
:
alkala
(eo)