Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλωπεκία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αλωπεκή
,
αλωπεκίαση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλωπεκί
α
οι
αλωπεκί
ες
γενική
της
αλωπεκί
ας
των
αλωπεκι
ών
αιτιατική
την
αλωπεκί
α
τις
αλωπεκί
ες
κλητική
αλωπεκί
α
αλωπεκί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
κεφάλι με
αλωπεκία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλωπεκία
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀλωπεκία
<
αρχαία ελληνική
ἀλωπεκίαι
<
ἀλώπηξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλωπεκία
θηλυκό
(
ιατρική
)
ασθένεια
, εξαιτίας της οποία χάνεται το τριχωτό της
κεφαλής
(
ολικά
ή
μερικά
)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αλωπεκίαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλωπεκία
αγγλικά
:
alopecia
(en)
ισπανικά
:
alopecia
(es)