ανάκτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάκτηση | οι | ανακτήσεις |
γενική | της | ανάκτησης* | των | ανακτήσεων |
αιτιατική | την | ανάκτηση | τις | ανακτήσεις |
κλητική | ανάκτηση | ανακτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάκτηση < ανακτώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάκτηση θηλυκό
- η απόκτηση πράγματος που είχε χαθεί.
- (πληροφορική) η ανάγνωση δεδομένων από μνήμη