ανταμείβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταμείβω < μεσαιωνική ελληνική ἀνταμείβω < αρχαία ελληνική ἀνταμείβομαι < ἀμείβω
Ρήμα
επεξεργασίαανταμείβω (παθητική φωνή: ανταμείβομαι)
- αμείβω κάποιον σε ανταπόδοση κάποιας προσφοράς του ή υπηρεσίας του
- ανταποδίδω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταμείβω | αντάμειβα | θα ανταμείβω | να ανταμείβω | ανταμείβοντας | |
β' ενικ. | ανταμείβεις | αντάμειβες | θα ανταμείβεις | να ανταμείβεις | αντάμειβε | |
γ' ενικ. | ανταμείβει | αντάμειβε | θα ανταμείβει | να ανταμείβει | ||
α' πληθ. | ανταμείβουμε | ανταμείβαμε | θα ανταμείβουμε | να ανταμείβουμε | ||
β' πληθ. | ανταμείβετε | ανταμείβατε | θα ανταμείβετε | να ανταμείβετε | ανταμείβετε | |
γ' πληθ. | ανταμείβουν(ε) | αντάμειβαν ανταμείβαν(ε) |
θα ανταμείβουν(ε) | να ανταμείβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντάμειψα | θα ανταμείψω | να ανταμείψω | ανταμείψει | ||
β' ενικ. | αντάμειψες | θα ανταμείψεις | να ανταμείψεις | αντάμειψε | ||
γ' ενικ. | αντάμειψε | θα ανταμείψει | να ανταμείψει | |||
α' πληθ. | ανταμείψαμε | θα ανταμείψουμε | να ανταμείψουμε | |||
β' πληθ. | ανταμείψατε | θα ανταμείψετε | να ανταμείψετε | ανταμείψτε | ||
γ' πληθ. | αντάμειψαν ανταμείψαν(ε) |
θα ανταμείψουν(ε) | να ανταμείψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταμείψει | είχα ανταμείψει | θα έχω ανταμείψει | να έχω ανταμείψει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταμείψει | είχες ανταμείψει | θα έχεις ανταμείψει | να έχεις ανταμείψει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταμείψει | είχε ανταμείψει | θα έχει ανταμείψει | να έχει ανταμείψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταμείψει | είχαμε ανταμείψει | θα έχουμε ανταμείψει | να έχουμε ανταμείψει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταμείψει | είχατε ανταμείψει | θα έχετε ανταμείψει | να έχετε ανταμείψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταμείψει | είχαν ανταμείψει | θα έχουν ανταμείψει | να έχουν ανταμείψει |
|