αυτοσκοπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοσκοπός < αυτο- + σκοπός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbstzweck
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοσκοπός αρσενικό
- (λόγιο) το να αποτελεί κάτι από μόνο του σκοπό, να μη χρησιμεύει ως μέσο για να επιτευχθεί κάτι άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοσκοπός
|