γδυτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γδυτός | η | γδυτή | το | γδυτό |
γενική | του | γδυτού | της | γδυτής | του | γδυτού |
αιτιατική | τον | γδυτό | τη | γδυτή | το | γδυτό |
κλητική | γδυτέ | γδυτή | γδυτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γδυτοί | οι | γδυτές | τα | γδυτά |
γενική | των | γδυτών | των | γδυτών | των | γδυτών |
αιτιατική | τους | γδυτούς | τις | γδυτές | τα | γδυτά |
κλητική | γδυτοί | γδυτές | γδυτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγδυτός, -ή, -ό
- χωρίς ρούχα, γυμνός
Μεταφράσεις
επεξεργασία γδυτός
→ δείτε τη λέξη γυμνός |