γνώστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γνώστης | οι | γνώστες |
γενική | του | γνώστη | των | γνωστών |
αιτιατική | τον | γνώστη | τους | γνώστες |
κλητική | γνώστη | γνώστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γνώστης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γνώστης < αρχαία ελληνική γιγνώσκω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣno.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνώ‐στης
- τονικό παρώνυμο: γνωστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνώστης αρσενικό {{θ|γνώστρια]])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- -γνώστης Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γνώστης στο Βικιλεξικό όπως γευσιγνώστης
- → δείτε τις λέξεις γνώση και γνωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γνώστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γνώστης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γνώστης | οἱ | γνῶσται |
γενική | τοῦ | γνώστου | τῶν | γνωστῶν |
δοτική | τῷ | γνώστῃ | τοῖς | γνώσταις |
αιτιατική | τὸν | γνώστην | τοὺς | γνώστᾱς |
κλητική ὦ! | γνῶστᾰ | γνῶσται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γνώστᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γνώσταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- γνώστης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνώστης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.