δίκαιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκαιος | η | δίκαιη & δίκαια |
το | δίκαιο |
γενική | του | δίκαιου | της | δίκαιης & δίκαιας |
του | δίκαιου |
αιτιατική | τον | δίκαιο | τη | δίκαιη & δίκαια |
το | δίκαιο |
κλητική | δίκαιε | δίκαιη & δίκαια |
δίκαιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκαιοι | οι | δίκαιες | τα | δίκαια |
γενική | των | δίκαιων | των | δίκαιων | των | δίκαιων |
αιτιατική | τους | δίκαιους | τις | δίκαιες | τα | δίκαια |
κλητική | δίκαιοι | δίκαιες | δίκαια | |||
Κατηγορία όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαδίκαιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίκαιος
Επίθετο
επεξεργασίαδίκαιος
- σύμφωνος με το σωστό και το νόμιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δίκαιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δίκαιος | ἡ | δικαίᾱ & δίκαιος |
τὸ | δίκαιον |
γενική | τοῦ | δικαίου | τῆς | δικαίᾱς & δικαίου |
τοῦ | δικαίου |
δοτική | τῷ | δικαίῳ | τῇ | δικαίᾳ & δικαίῳ |
τῷ | δικαίῳ |
αιτιατική | τὸν | δίκαιον | τὴν | δικαίᾱν & δίκαιον |
τὸ | δίκαιον |
κλητική ὦ! | δίκαιε | δικαίᾱ & δίκαιε |
δίκαιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | δίκαιοι | αἱ | δίκαιαι & δίκαιοι |
τὰ | δίκαιᾰ |
γενική | τῶν | δικαίων | τῶν | δικαίων & δικαίων |
τῶν | δικαίων |
δοτική | τοῖς | δικαίοις | ταῖς | δικαίαις & δικαίοις |
τοῖς | δικαίοις |
αιτιατική | τοὺς | δικαίους | τὰς | δικαίᾱς & δικαίους |
τὰ | δίκαιᾰ |
κλητική ὦ! | δίκαιοι | δίκαιαι & δίκαιοι |
δίκαιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικαίω | τὼ | δικαίᾱ & δικαίω |
τὼ | δικαίω |
γεν-δοτ | τοῖν | δικαίοιν | τοῖν | δικαίαιν & δικαίοιν |
τοῖν | δικαίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίκαιος < δίκη < δείκνυμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαδίκαιος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον
- που συμμορφώνεται με τις συνήθειες, τους θεσμούς και τους κανόνες
- ισορροπημένος, ομοιόμορφος
Πηγές
επεξεργασία- δίκαιος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δίκαιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίκαιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.