Δείτε επίσης: Δίστομο
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίστομος η δίστομη το δίστομο
      γενική του δίστομου της δίστομης του δίστομου
    αιτιατική τον δίστομο τη δίστομη το δίστομο
     κλητική δίστομε δίστομη δίστομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίστομοι οι δίστομες τα δίστομα
      γενική των δίστομων των δίστομων των δίστομων
    αιτιατική τους δίστομους τις δίστομες τα δίστομα
     κλητική δίστομοι δίστομες δίστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίστομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίστομος[1] < (δίς) δί- + στόμ(α) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.sto.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐στο‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίστομος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίστομος τὸ δίστομον
      γενική τοῦ/τῆς διστόμου τοῦ διστόμου
      δοτική τῷ/τῇ διστόμ τῷ διστόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίστομον τὸ δίστομον
     κλητική ! δίστομε δίστομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίστομοι τὰ δίστομ
      γενική τῶν διστόμων τῶν διστόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς διστόμοις τοῖς διστόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διστόμους τὰ δίστομ
     κλητική ! δίστομοι δίστομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διστόμω τὼ διστόμω
      γεν-δοτ τοῖν διστόμοιν τοῖν διστόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίστομος < (δίς) δί- + στόμ(α) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίστομος, -ος, -ον

  1. που έχει δύο εισόδους, δύο στόματα
    ⮡  δίστομοι' δρόμοι (που διακλαδίζονται)
  2. (για όπλα όπως μαχαίρια) δίκοπος, δίστομος, που έχει αιχμηρές και τις δύο απολήξεις
  NODES