δημιουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημιουργώ < αρχαία ελληνική δημιουργέω / δημιουργῶ < δημιουργός < δῆμος + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.mi.uɾˈɣo/
Ρήμα
επεξεργασίαδημιουργώ (παθητική φωνή: δημιουργούμαι)
- (μεταβατικό) παράγω κάτι από το μηδέν
- (μεταβατικό) φτιάχνω κάτι καινούργιο, είτε επειδή θα είναι χρήσιμο είτε στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας, κατασκευάζω
- (μεταβατικό) επινοώ
- (αμετάβατο) ασχολούμαι δημιουργικά με κάτι καινούριο, συνήθως ασχολούμενος με μια από τις καλές τέχνες
- μην ενοχλείτε τον καλλιτέχνη, αυτή τη στιγμή δημιουργεί!
- (μεταβατικό) προκαλώ, γίνομαι η αιτία να γίνει κάτι
- παθητική φωνή: δημιουργούμαι: προκύπτω
- παθητική φωνή: δημιουργούμαι: για κάποιον που έχει επιτύχει στον τομέα του, που έχει προκόψει, που έχει προοδεύσει
- → δείτε τη λέξη αυτοδημιούργητος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδημιούργητος
- αναδημιουργημένος
- αναδημιουργία
- αναδημιουργικά
- αναδημιουργικός
- αναδημιουργός
- αναδημιουργώ
- αυτοδημιούργημα
- αυτοδημιούργητος
- αυτοδημιουργία
- αυτοδημιουργούμαι
- αυτοδημιουργώ
- δημιούργημα
- δημιουργημένος
- δημιουργία
- δημιουργικά
- δημιουργικός
- δημιουργικότητα
- δημιουργός
- → δείτε τις λέξεις δήμος και έργο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δημιουργώ | δημιουργούσα | θα δημιουργώ | να δημιουργώ | δημιουργώντας | |
β' ενικ. | δημιουργείς | δημιουργούσες | θα δημιουργείς | να δημιουργείς | (δημιούργει) | |
γ' ενικ. | δημιουργεί | δημιουργούσε | θα δημιουργεί | να δημιουργεί | ||
α' πληθ. | δημιουργούμε | δημιουργούσαμε | θα δημιουργούμε | να δημιουργούμε | ||
β' πληθ. | δημιουργείτε | δημιουργούσατε | θα δημιουργείτε | να δημιουργείτε | δημιουργείτε | |
γ' πληθ. | δημιουργούν(ε) | δημιουργούσαν(ε) | θα δημιουργούν(ε) | να δημιουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δημιούργησα | θα δημιουργήσω | να δημιουργήσω | δημιουργήσει | ||
β' ενικ. | δημιούργησες | θα δημιουργήσεις | να δημιουργήσεις | δημιούργησε | ||
γ' ενικ. | δημιούργησε | θα δημιουργήσει | να δημιουργήσει | |||
α' πληθ. | δημιουργήσαμε | θα δημιουργήσουμε | να δημιουργήσουμε | |||
β' πληθ. | δημιουργήσατε | θα δημιουργήσετε | να δημιουργήσετε | δημιουργήστε | ||
γ' πληθ. | δημιούργησαν δημιουργήσαν(ε) |
θα δημιουργήσουν(ε) | να δημιουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δημιουργήσει | είχα δημιουργήσει | θα έχω δημιουργήσει | να έχω δημιουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δημιουργήσει | είχες δημιουργήσει | θα έχεις δημιουργήσει | να έχεις δημιουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δημιουργήσει | είχε δημιουργήσει | θα έχει δημιουργήσει | να έχει δημιουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δημιουργήσει | είχαμε δημιουργήσει | θα έχουμε δημιουργήσει | να έχουμε δημιουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δημιουργήσει | είχατε δημιουργήσει | θα έχετε δημιουργήσει | να έχετε δημιουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δημιουργήσει | είχαν δημιουργήσει | θα έχουν δημιουργήσει | να έχουν δημιουργήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δημιουργούμαι | δημιουργούμουν | θα δημιουργούμαι | να δημιουργούμαι | δημιουργούμενος | |
β' ενικ. | δημιουργείσαι | δημιουργούσουν | θα δημιουργείσαι | να δημιουργείσαι | ||
γ' ενικ. | δημιουργείται | δημιουργούνταν | θα δημιουργείται | να δημιουργείται | ||
α' πληθ. | δημιουργούμαστε | δημιουργούμασταν δημιουργούμαστε |
θα δημιουργούμαστε | να δημιουργούμαστε | ||
β' πληθ. | δημιουργείστε | δημιουργούσασταν δημιουργούσαστε |
θα δημιουργείστε | να δημιουργείστε | δημιουργείστε | |
γ' πληθ. | δημιουργούνται | δημιουργούνταν | θα δημιουργούνται | να δημιουργούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δημιουργήθηκα | θα δημιουργηθώ | να δημιουργηθώ | δημιουργηθεί | ||
β' ενικ. | δημιουργήθηκες | θα δημιουργηθείς | να δημιουργηθείς | δημιουργήσου | ||
γ' ενικ. | δημιουργήθηκε | θα δημιουργηθεί | να δημιουργηθεί | |||
α' πληθ. | δημιουργηθήκαμε | θα δημιουργηθούμε | να δημιουργηθούμε | |||
β' πληθ. | δημιουργηθήκατε | θα δημιουργηθείτε | να δημιουργηθείτε | δημιουργηθείτε | ||
γ' πληθ. | δημιουργήθηκαν δημιουργηθήκαν(ε) |
θα δημιουργηθούν(ε) | να δημιουργηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δημιουργηθεί | είχα δημιουργηθεί | θα έχω δημιουργηθεί | να έχω δημιουργηθεί | δημιουργημένος | |
β' ενικ. | έχεις δημιουργηθεί | είχες δημιουργηθεί | θα έχεις δημιουργηθεί | να έχεις δημιουργηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δημιουργηθεί | είχε δημιουργηθεί | θα έχει δημιουργηθεί | να έχει δημιουργηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δημιουργηθεί | είχαμε δημιουργηθεί | θα έχουμε δημιουργηθεί | να έχουμε δημιουργηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δημιουργηθεί | είχατε δημιουργηθεί | θα έχετε δημιουργηθεί | να έχετε δημιουργηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δημιουργηθεί | είχαν δημιουργηθεί | θα έχουν δημιουργηθεί | να έχουν δημιουργηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημιουργώ
Πηγές
επεξεργασία- δημιουργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας