↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδοχικός η διαδοχική το διαδοχικό
      γενική του διαδοχικού της διαδοχικής του διαδοχικού
    αιτιατική τον διαδοχικό τη διαδοχική το διαδοχικό
     κλητική διαδοχικέ διαδοχική διαδοχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδοχικοί οι διαδοχικές τα διαδοχικά
      γενική των διαδοχικών των διαδοχικών των διαδοχικών
    αιτιατική τους διαδοχικούς τις διαδοχικές τα διαδοχικά
     κλητική διαδοχικοί διαδοχικές διαδοχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαδοχικός < διαδοχ(ή) + ικός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική successif. Διαφορετικό το όψιμο ελληνιστικό ή μεσαιωνικό διαδοχικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.ðo.çiˈkos/ & /ðʝa.ðo.çiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐δο‐χι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαδοχικός, -ή, -ό

  1. για μια σειρά στοιχείων (πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων) όπου το ένα ακολουθεί, διαδέχεται το άλλο
  2. (παρωχημένο) ο σχετικός με τον διάδοχο μοναρχίας
    ※  Ἀλλεπάλληλα τηλεγραφήματα ληφθέντα ἀπὸ τὸ Σεράγεβον ἀγγέλλουν τὴν δολοφονίαν τοῦ 'Διαδοχικοῦ ζεύγους τῆς Αὐστροουγγαρίας καθ' ἣν στιγμὴν μετέβαινε ἐφ’ ἁμάξης εἰς τὸ Δημαρχεῖον. — εφημερίδα «Ακρόπολις» φύλλο 10615, 16/29 Ιουνίου 1914, σελ. 6

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαδοχικός διαδοχική τὸ διαδοχικόν
      γενική τοῦ διαδοχικοῦ τῆς διαδοχικῆς τοῦ διαδοχικοῦ
      δοτική τῷ διαδοχικ τῇ διαδοχικ τῷ διαδοχικ
    αιτιατική τὸν διαδοχικόν τὴν διαδοχικήν τὸ διαδοχικόν
     κλητική ! διαδοχικέ διαδοχική διαδοχικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαδοχικοί αἱ διαδοχικαί τὰ διαδοχικᾰ́
      γενική τῶν διαδοχικῶν τῶν διαδοχικῶν τῶν διαδοχικῶν
      δοτική τοῖς διαδοχικοῖς ταῖς διαδοχικαῖς τοῖς διαδοχικοῖς
    αιτιατική τοὺς διαδοχικούς τὰς διαδοχικᾱ́ς τὰ διαδοχικᾰ́
     κλητική ! διαδοχικοί διαδοχικαί διαδοχικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαδοχικώ τὼ διαδοχικᾱ́ τὼ διαδοχικώ
      γεν-δοτ τοῖν διαδοχικοῖν τοῖν διαδοχικαῖν τοῖν διαδοχικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαδοχικός < αρχαία ελληνική διαδοχ(ή) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαδοχικός, ή, -όν ('όψιμη ελληνιστική κοινή , πρώιμη μεσαιωνική)

  • που ανήκει σε φιλοσοφική σχολή
  • (ουσιαστικοποιημένο)
    ※  6ος αιώνας Κ.Ε., Ολυμπιόδωρος o Φιλόσοφος (Olympiodorus Philosophus) Εἰς Πλάτωνος Ἀλκιβιάδην Ὑπόμνημα (Platonis Alcibiadem commentarii) σ.141, Λεξικό Σούδα, σ.1709.
    σῷζονται τὰ διαδοχικά, καὶ ταῦτα πολλῶν δημεύσεων γινομένων
    σώζεται η περιουσία [της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας] αφού έγιναν πολλές δημεύσεις
    (Σχόλιο σχετικά με το κλείσιμο της Σχολής* το 529 από τον Ιουστινιανό)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  NODES