διαδοχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδοχικός < διαδοχ(ή) + ικός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική successif. Διαφορετικό το όψιμο ελληνιστικό ή μεσαιωνικό διαδοχικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.ðo.çiˈkos/ & /ðʝa.ðo.çiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δο‐χι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαδοχικός, -ή, -ό
- για μια σειρά στοιχείων (πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων) όπου το ένα ακολουθεί, διαδέχεται το άλλο
- (παρωχημένο) ο σχετικός με τον διάδοχο μοναρχίας
- ※ Ἀλλεπάλληλα τηλεγραφήματα ληφθέντα ἀπὸ τὸ Σεράγεβον ἀγγέλλουν τὴν δολοφονίαν τοῦ 'Διαδοχικοῦ ζεύγους τῆς Αὐστροουγγαρίας καθ' ἣν στιγμὴν μετέβαινε ἐφ’ ἁμάξης εἰς τὸ Δημαρχεῖον. — εφημερίδα «Ακρόπολις» φύλλο 10615, 16/29 Ιουνίου 1914, σελ. 6
Παράγωγα
επεξεργασία- διαδοχικά (επίρρημα)
- διαδοχικότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαδοχικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διαδοχικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδοχικός < αρχαία ελληνική διαδοχ(ή) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαδοχικός, ή, -όν ('όψιμη ελληνιστική κοινή , πρώιμη μεσαιωνική)
- που ανήκει σε φιλοσοφική σχολή
- (ουσιαστικοποιημένο)
- ※ 6ος αιώνας Κ.Ε., Ολυμπιόδωρος o Φιλόσοφος (Olympiodorus Philosophus) Εἰς Πλάτωνος Ἀλκιβιάδην Ὑπόμνημα (Platonis Alcibiadem commentarii) σ.141, Λεξικό Σούδα, σ.1709.
- σῷζονται τὰ διαδοχικά, καὶ ταῦτα πολλῶν δημεύσεων γινομένων
- σώζεται η περιουσία [της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας] αφού έγιναν πολλές δημεύσεις
- (Σχόλιο σχετικά με το κλείσιμο της Σχολής* το 529 από τον Ιουστινιανό)
- ※ 6ος αιώνας Κ.Ε., Ολυμπιόδωρος o Φιλόσοφος (Olympiodorus Philosophus) Εἰς Πλάτωνος Ἀλκιβιάδην Ὑπόμνημα (Platonis Alcibiadem commentarii) σ.141, Λεξικό Σούδα, σ.1709.
Παράγωγα
επεξεργασία- διαδοχικῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαδοχικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.