διαρκής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαρκής | η | διαρκής | το | διαρκές |
γενική | του | διαρκούς* | της | διαρκούς | του | διαρκούς |
αιτιατική | τον | διαρκή | τη | διαρκή | το | διαρκές |
κλητική | διαρκή(ς) | διαρκής | διαρκές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαρκείς | οι | διαρκείς | τα | διαρκή |
γενική | των | διαρκών | των | διαρκών | των | διαρκών |
αιτιατική | τους | διαρκείς | τις | διαρκείς | τα | διαρκή |
κλητική | διαρκείς | διαρκείς | διαρκή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαρκής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρκής < διαρκέω / διαρκῶ < (διά) δι- + ἀρκέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.aɾˈcis/ & /ði̯aɾˈcis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐κής
Επίθετο
επεξεργασίαδιαρκής, -ής, -ές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαρκώ και αρκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαρκής
Πηγές
επεξεργασία- διαρκής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διαρκής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | διαρκής | τὸ | διαρκές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | διαρκοῦς | τοῦ | διαρκοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | διαρκεῖ | τῷ | διαρκεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | διαρκῆ | τὸ | διαρκές | ||
κλητική ὦ! | διαρκές | διαρκές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | διαρκεῖς | τὰ | διαρκῆ | ||
γενική | τῶν | διαρκῶν | τῶν | διαρκῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | διαρκέσῐ(ν) | τοῖς | διαρκέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | διαρκεῖς | τὰ | διαρκῆ | ||
κλητική ὦ! | διαρκεῖς | διαρκῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαρκεῖ | τὼ | διαρκεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαρκοῖν | τοῖν | διαρκοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιαρκής, -ής, -ές
- υπεραρκετός, επαρκής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 15.1
- ἐπιπλέοντες γὰρ τὰς νήσους κατεστρέφοντο, καὶ μάλιστα ὅσοι μὴ διαρκῆ εἶχον χώραν.
- Εκείνοι ιδίως που δεν είχαν αρκετό έδαφος για να ζήσουν, έκαναν επιδρομές στα νησιά και τα υπότασσαν στην εξουσία τους.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐπιπλέοντες γὰρ τὰς νήσους κατεστρέφοντο, καὶ μάλιστα ὅσοι μὴ διαρκῆ εἶχον χώραν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 15.1
- διαρκής, μόνιμος, αδιάκοπος, εξακολουθητικός
Παράγωγα
επεξεργασία- διαρκέστατα (επίρρημα)
- διαρκέστατον (ουδέτερο)
- διαρκῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαρκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαρκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.