διατιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατιμώ < ελληνιστική κοινή διατιμάω / διατιμῶ (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική διατιμάω / διατιμῶ < τιμάω / τιμῶ < τιμή
Ρήμα
επεξεργασίαδιατιμώ (παθητική φωνή: διατιμώμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιατίμητος
- διατιμημένος
- διατίμηση
- → δείτε τις λέξεις διά και τιμή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διατιμάω - διατιμώ | διατιμούσα | θα διατιμάω - διατιμώ | να διατιμάω - διατιμώ | διατιμώντας | |
β' ενικ. | διατιμάς | διατιμούσες | θα διατιμάς | να διατιμάς | διατίμα - διατίμαγε | |
γ' ενικ. | διατιμάει - διατιμά | διατιμούσε | θα διατιμάει - διατιμά | να διατιμάει - διατιμά | ||
α' πληθ. | διατιμάμε - διατιμούμε | διατιμούσαμε | θα διατιμάμε - διατιμούμε | να διατιμάμε - διατιμούμε | ||
β' πληθ. | διατιμάτε | διατιμούσατε | θα διατιμάτε | να διατιμάτε | διατιμάτε | |
γ' πληθ. | διατιμάν(ε) - διατιμούν(ε) | διατιμούσαν(ε) | θα διατιμάν(ε) - διατιμούν(ε) | να διατιμάν(ε) - διατιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διατίμησα | θα διατιμήσω | να διατιμήσω | διατιμήσει | ||
β' ενικ. | διατίμησες | θα διατιμήσεις | να διατιμήσεις | διατίμα - διατίμησε | ||
γ' ενικ. | διατίμησε | θα διατιμήσει | να διατιμήσει | |||
α' πληθ. | διατιμήσαμε | θα διατιμήσουμε | να διατιμήσουμε | |||
β' πληθ. | διατιμήσατε | θα διατιμήσετε | να διατιμήσετε | διατιμήστε | ||
γ' πληθ. | διατίμησαν διατιμήσαν(ε) |
θα διατιμήσουν(ε) | να διατιμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διατιμήσει | είχα διατιμήσει | θα έχω διατιμήσει | να έχω διατιμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διατιμήσει | είχες διατιμήσει | θα έχεις διατιμήσει | να έχεις διατιμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διατιμήσει | είχε διατιμήσει | θα έχει διατιμήσει | να έχει διατιμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διατιμήσει | είχαμε διατιμήσει | θα έχουμε διατιμήσει | να έχουμε διατιμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διατιμήσει | είχατε διατιμήσει | θα έχετε διατιμήσει | να έχετε διατιμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διατιμήσει | είχαν διατιμήσει | θα έχουν διατιμήσει | να έχουν διατιμήσει |
|