ηθοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηθοποιώ < ελληνιστική κοινή ἠθοποιέω / ἠθοποιῶ < αρχαία ελληνική ἠθοποιός
Ρήμα
επεξεργασίαηθοποιώ
- (αρχαιοπρεπές, σπάνιο) διαμορφώνω το ήθος ή διαπλάθω τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηθοποιώ | ηθοποιούσα | θα ηθοποιώ | να ηθοποιώ | ηθοποιώντας | |
β' ενικ. | ηθοποιείς | ηθοποιούσες | θα ηθοποιείς | να ηθοποιείς | (ηθοποίει) | |
γ' ενικ. | ηθοποιεί | ηθοποιούσε | θα ηθοποιεί | να ηθοποιεί | ||
α' πληθ. | ηθοποιούμε | ηθοποιούσαμε | θα ηθοποιούμε | να ηθοποιούμε | ||
β' πληθ. | ηθοποιείτε | ηθοποιούσατε | θα ηθοποιείτε | να ηθοποιείτε | ηθοποιείτε | |
γ' πληθ. | ηθοποιούν(ε) | ηθοποιούσαν(ε) | θα ηθοποιούν(ε) | να ηθοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηθοποίησα | θα ηθοποιήσω | να ηθοποιήσω | ηθοποιήσει | ||
β' ενικ. | ηθοποίησες | θα ηθοποιήσεις | να ηθοποιήσεις | ηθοποίησε | ||
γ' ενικ. | ηθοποίησε | θα ηθοποιήσει | να ηθοποιήσει | |||
α' πληθ. | ηθοποιήσαμε | θα ηθοποιήσουμε | να ηθοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ηθοποιήσατε | θα ηθοποιήσετε | να ηθοποιήσετε | ηθοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ηθοποίησαν ηθοποιήσαν(ε) |
θα ηθοποιήσουν(ε) | να ηθοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ηθοποιήσει | είχα ηθοποιήσει | θα έχω ηθοποιήσει | να έχω ηθοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ηθοποιήσει | είχες ηθοποιήσει | θα έχεις ηθοποιήσει | να έχεις ηθοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ηθοποιήσει | είχε ηθοποιήσει | θα έχει ηθοποιήσει | να έχει ηθοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ηθοποιήσει | είχαμε ηθοποιήσει | θα έχουμε ηθοποιήσει | να έχουμε ηθοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ηθοποιήσει | είχατε ηθοποιήσει | θα έχετε ηθοποιήσει | να έχετε ηθοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ηθοποιήσει | είχαν ηθοποιήσει | θα έχουν ηθοποιήσει | να έχουν ηθοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηθοποιώ
|