θυμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θυμώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θυμώνω < αρχαία ελληνική θυμ(ῶ) (θυμόω) + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαθυμώνω, πρτ.: θύμωνα, στ.μέλλ.: θα θυμώσω, αόρ.: θύμωσα, μτχ.π.π.: θυμωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) κυριεύομαι από θυμό, οργίζομαι
- ⮡ Θυμώνει εύκολα, αλλά μετά του περνάει.
- (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον θυμό, οργίζω
- ⮡ Με θυμώνει η αδιαφορία του.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θυμώνω | θύμωνα | θα θυμώνω | να θυμώνω | θυμώνοντας | |
β' ενικ. | θυμώνεις | θύμωνες | θα θυμώνεις | να θυμώνεις | θύμωνε | |
γ' ενικ. | θυμώνει | θύμωνε | θα θυμώνει | να θυμώνει | ||
α' πληθ. | θυμώνουμε | θυμώναμε | θα θυμώνουμε | να θυμώνουμε | ||
β' πληθ. | θυμώνετε | θυμώνατε | θα θυμώνετε | να θυμώνετε | θυμώνετε | |
γ' πληθ. | θυμώνουν(ε) | θύμωναν θυμώναν(ε) |
θα θυμώνουν(ε) | να θυμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θύμωσα | θα θυμώσω | να θυμώσω | θυμώσει | ||
β' ενικ. | θύμωσες | θα θυμώσεις | να θυμώσεις | θύμωσε | ||
γ' ενικ. | θύμωσε | θα θυμώσει | να θυμώσει | |||
α' πληθ. | θυμώσαμε | θα θυμώσουμε | να θυμώσουμε | |||
β' πληθ. | θυμώσατε | θα θυμώσετε | να θυμώσετε | θυμώστε | ||
γ' πληθ. | θύμωσαν θυμώσαν(ε) |
θα θυμώσουν(ε) | να θυμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θυμώσει | είχα θυμώσει | θα έχω θυμώσει | να έχω θυμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις θυμώσει | είχες θυμώσει | θα έχεις θυμώσει | να έχεις θυμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει θυμώσει | είχε θυμώσει | θα έχει θυμώσει | να έχει θυμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θυμώσει | είχαμε θυμώσει | θα έχουμε θυμώσει | να έχουμε θυμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε θυμώσει | είχατε θυμώσει | θα έχετε θυμώσει | να έχετε θυμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θυμώσει | είχαν θυμώσει | θα έχουν θυμώσει | να έχουν θυμώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θυμωμένος - είμαστε, είστε, είναι θυμωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θυμωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θυμωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θυμωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θυμωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θυμωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θυμωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμετάβατο
μεταβατικό
Ετυμολογία
επεξεργασία- θυμώνω < αρχαία ελληνική θυμ(ῶ) (θυμόω) + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαθυμώνω
- ενεργητική φωνή
- παθητική φωνή
- εξεγείρομαι, επαναστατώ, δεν υπακούω
- ⮡ ρηματικοί τύποι: θυμώθου
- (για ζώα) αφηνιάζω
- εξεγείρομαι, επαναστατώ, δεν υπακούω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θυμός
Δείτε επίσης
επεξεργασία- διαφορετικό το θυμῶ (θυμίζω)
Πηγές
επεξεργασία- θυμώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].