καθαρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαθαρά < καθαρός
Επίρρημα
επεξεργασίακαθαρά
- με καθαρό τρόπο
- αν και μόλις τριών ετών, μιλάει πολύ καθαρά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαθαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθαρό