κανόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κανόνι | τα | κανόνια |
γενική | του | κανονιού | των | κανονιών |
αιτιατική | το | κανόνι | τα | κανόνια |
κλητική | κανόνι | κανόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανόνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανόνι ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) πολεμικό όπλο που χρησιμοποιείται για να εκτοξεύει βλήματα μεγάλου διαμετρήματος σε μεγάλη απόσταση
- (μεταφορικά), εντός της φράσης «... είναι κανόνι»: σχήμα υπερβολής που δηλώνει, αναφερόμενο σε κάτι, κάποια ή κάποιον, ότι εμφανίζει κάποια θετική ιδιότητα (π.χ. είναι πολύ καλό, αξιόπιστο, αξιόλογο, χρήσιμο κλπ.) στον υπερθετικό βαθμό
- (μεταφορικά), εντός της φράσης «βαράω κανόνι» (=χρεοκοπώ): χρεωκοπία
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- κανονάκι (υποκοριστικό): μουσικό όργανο