κεταμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεταμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ketamine < ketone (< γερμανική Keton < Aketon < γαλλική acétone < acétique < λατινική acetum < aceo) + amine (< ammonia < νεολατινική ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεταμίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) συνθετική ένωση που χρησιμοποιείται ως αναισθητικό και αναλγητικό φάρμακο και επίσης (παράνομα) ως παραισθησιογόνο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κεταμίνη στη Βικιπαίδεια