κηδεμονεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηδεμονεύω < κηδεμόνας + -εύω < αρχαία ελληνική κηδεμών
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciðemoˈnevo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐δε‐μο‐νεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακηδεμονεύω (παθητική φωνή: κηδεμονεύομαι)
- (κυριολεκτικά) είμαι κηδεμόνας κάποιου και ασκώ τα σχετικά καθήκοντα
- (μεταφορικά) ελέγχω ή εξουσιάζω κάποιον επιβάλλοντας τη θέληση και άποψή μου
Συγγενικά
επεξεργασία- ακηδεμόνευτα
- ακηδεμόνευτος
- κηδεμονευμένος
- κηδεμόνευση
- → δείτε τη λέξη κηδεμόνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κηδεμονεύω | κηδεμόνευα | θα κηδεμονεύω | να κηδεμονεύω | κηδεμονεύοντας | |
β' ενικ. | κηδεμονεύεις | κηδεμόνευες | θα κηδεμονεύεις | να κηδεμονεύεις | κηδεμόνευε | |
γ' ενικ. | κηδεμονεύει | κηδεμόνευε | θα κηδεμονεύει | να κηδεμονεύει | ||
α' πληθ. | κηδεμονεύουμε | κηδεμονεύαμε | θα κηδεμονεύουμε | να κηδεμονεύουμε | ||
β' πληθ. | κηδεμονεύετε | κηδεμονεύατε | θα κηδεμονεύετε | να κηδεμονεύετε | κηδεμονεύετε | |
γ' πληθ. | κηδεμονεύουν(ε) | κηδεμόνευαν κηδεμονεύαν(ε) |
θα κηδεμονεύουν(ε) | να κηδεμονεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κηδεμόνευσα | θα κηδεμονεύσω | να κηδεμονεύσω | κηδεμονεύσει | ||
β' ενικ. | κηδεμόνευσες | θα κηδεμονεύσεις | να κηδεμονεύσεις | κηδεμόνευσε | ||
γ' ενικ. | κηδεμόνευσε | θα κηδεμονεύσει | να κηδεμονεύσει | |||
α' πληθ. | κηδεμονεύσαμε | θα κηδεμονεύσουμε | να κηδεμονεύσουμε | |||
β' πληθ. | κηδεμονεύσατε | θα κηδεμονεύσετε | να κηδεμονεύσετε | κηδεμονεύστε | ||
γ' πληθ. | κηδεμόνευσαν κηδεμονεύσαν(ε) |
θα κηδεμονεύσουν(ε) | να κηδεμονεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κηδεμονεύσει | είχα κηδεμονεύσει | θα έχω κηδεμονεύσει | να έχω κηδεμονεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις κηδεμονεύσει | είχες κηδεμονεύσει | θα έχεις κηδεμονεύσει | να έχεις κηδεμονεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει κηδεμονεύσει | είχε κηδεμονεύσει | θα έχει κηδεμονεύσει | να έχει κηδεμονεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κηδεμονεύσει | είχαμε κηδεμονεύσει | θα έχουμε κηδεμονεύσει | να έχουμε κηδεμονεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε κηδεμονεύσει | είχατε κηδεμονεύσει | θα έχετε κηδεμονεύσει | να έχετε κηδεμονεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κηδεμονεύσει | είχαν κηδεμονεύσει | θα έχουν κηδεμονεύσει | να έχουν κηδεμονεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηδεμονεύω
|