κομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κομίζω < κομέω & → δείτε τις λέξεις κάμνω και κάνω
Ρήμα
επεξεργασίακομίζω, αόρ.: κόμισα, παθ.φωνή: κομίζομαι, π.αόρ.: κομίσθηκα
- (λόγιο) μεταφέρω, όπως στην έκφραση: κομίζω γλαύκα εις Αθήνας
- (λόγιο) προσφέρω
- ⮡ Ποια καινούργια ιδέα κομίζει η διδακτορική του εργασία;
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίακαι δείτε τα συγγενικά τους σε -κομιδή, -κόμιση, -κομικός
και
- ανακομίζω, ανακομιδή
- αποκομίζω, αποκόμιση, αποκομιστικός
- διακομίζω, διακομιδή, αεροδιακομιδή, διακόμιση, διακομιστικός, διακομισμένος, αδιακόμιστος
- διαμετακομίζω, διαμετακομιστικός, αδιαμετακόμιστος
- εισκομίζω, εισκόμιση
- μετακομίζω, μετακομιδή, μετακόμιση, μετακομιστικός, μετακομίσιμος, μετακομισμένος, αμετακόμιστος, δυσμετακόμιστος, ευμετακόμιστος, ευκολομετακόμιστος
- προσκομίζω, προσκομιδή, προσκόμιση, προσκομισμός προσκομιτέος, προσκομίσιμος, προσκομισμένος, απροσκόμιστος
- συγκομίζω, συγκομιδή, ασυγκόμιστος
- συναποκομίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κομίζω | κόμιζα | θα κομίζω | να κομίζω | κομίζοντας | |
β' ενικ. | κομίζεις | κόμιζες | θα κομίζεις | να κομίζεις | κόμιζε | |
γ' ενικ. | κομίζει | κόμιζε | θα κομίζει | να κομίζει | ||
α' πληθ. | κομίζουμε | κομίζαμε | θα κομίζουμε | να κομίζουμε | ||
β' πληθ. | κομίζετε | κομίζατε | θα κομίζετε | να κομίζετε | κομίζετε | |
γ' πληθ. | κομίζουν(ε) | κόμιζαν κομίζαν(ε) |
θα κομίζουν(ε) | να κομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόμισα | θα κομίσω | να κομίσω | κομίσει | ||
β' ενικ. | κόμισες | θα κομίσεις | να κομίσεις | κόμισε | ||
γ' ενικ. | κόμισε | θα κομίσει | να κομίσει | |||
α' πληθ. | κομίσαμε | θα κομίσουμε | να κομίσουμε | |||
β' πληθ. | κομίσατε | θα κομίσετε | να κομίσετε | κομίστε | ||
γ' πληθ. | κόμισαν κομίσαν(ε) |
θα κομίσουν(ε) | να κομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κομίσει | είχα κομίσει | θα έχω κομίσει | να έχω κομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κομίσει | είχες κομίσει | θα έχεις κομίσει | να έχεις κομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κομίσει | είχε κομίσει | θα έχει κομίσει | να έχει κομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κομίσει | είχαμε κομίσει | θα έχουμε κομίσει | να έχουμε κομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κομίσει | είχατε κομίσει | θα έχετε κομίσει | να έχετε κομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κομίσει | είχαν κομίσει | θα έχουν κομίσει | να έχουν κομίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- κομίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κομίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Όροι με κομίζω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | κομίζω | κομίζομαι |
Παρατατικός | ἐκόμιζον | ἐκομιζόμην |
Μέλλοντας | κομίσω & κομιῶ | κομιοῦμαι & κομισθήσομαι |
Αόριστος | ἐκόμισα | ἐκομισάμην & ἐκομίσθην |
Παρακείμενος | κεκόμικα | κεκόμισμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐκεκομίκειν | ἐκεκομίσμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομίζω < κομῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίακομίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- κομίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κομίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.