Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομμώτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κομμώτρι
α
οι
κομμώτρι
ες
γενική
της
κομμώτρι
ας
των
κομμωτρι
ών
αιτιατική
την
κομμώτρι
α
τις
κομμώτρι
ες
κλητική
κομμώτρι
α
κομμώτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομμώτρια
<
κομμωτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κομμώτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
κομμωτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομμώτρια
αγγλικά
:
hairdresser
(en)
γαλλικά
:
coiffeuse
(fr)