κορίτσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κορίτσι | τα | κορίτσια |
γενική | του | κοριτσιού | των | κοριτσιών |
αιτιατική | το | κορίτσι | τα | κορίτσια |
κλητική | κορίτσι | κορίτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορίτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορίτσι(ν) < αρχαία ελληνική κόρη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈɾi.t͡si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρί‐τσι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορίτσι ουδέτερο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κορίτσι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κορίτσι
σύντροφος