↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυσιτελής η λυσιτελής το λυσιτελές
      γενική του λυσιτελούς* της λυσιτελούς του λυσιτελούς
    αιτιατική τον λυσιτελή τη λυσιτελή το λυσιτελές
     κλητική λυσιτελή(ς) λυσιτελής λυσιτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυσιτελείς οι λυσιτελείς τα λυσιτελή
      γενική των λυσιτελών των λυσιτελών των λυσιτελών
    αιτιατική τους λυσιτελείς τις λυσιτελείς τα λυσιτελή
     κλητική λυσιτελείς λυσιτελείς λυσιτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυσιτελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λυσιτελής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.si.teˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐σι‐τε‐λής

  Επίθετο

επεξεργασία

λυσιτελής, -ής, -ές

  • κατάλληλος για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου τέλους σε μία δεδομένη κατάσταση
    ⮡  Περιγράψτε τις ενέργειες στις οποίες θα προβείτε για τη λυσιτελή υλοποίηση του έργου.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λυσιτελής τὸ λυσιτελές
      γενική τοῦ/τῆς λυσιτελοῦς τοῦ λυσιτελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ λυσιτελεῖ τῷ λυσιτελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν λυσιτελ τὸ λυσιτελές
     κλητική ! λυσιτελές λυσιτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λυσιτελεῖς τὰ λυσιτελ
      γενική τῶν λυσιτελῶν τῶν λυσιτελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λυσιτελέσ(ν) τοῖς λυσιτελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς λυσιτελεῖς τὰ λυσιτελ
     κλητική ! λυσιτελεῖς λυσιτελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λυσιτελεῖ τὼ λυσιτελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν λυσιτελοῖν τοῖν λυσιτελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυσιτελής < λυσι- + -τελής (< τέλος). Η άποψη του Πλάτωνα για την ετυμολογία ήταν, συναρπαγή της φράσης «λύειν τὰ τέλη» στη σημασία λύω (απαλλάσσω), άρα και «είμαι χρήσιμος» [1]
Πλάτων, Κρατύλοςw, 417c : τὸ γὰρ τῆς φορᾶς λύον τὸ τέλος λυσιτελοῦν καλέσαι.

  Επίθετο

επεξεργασία

λυσιτελής, -ής, -ές, συγκριτικός:λυσιτελέστερος, υπερθετικός: λυσιτελέστατος

  1. που πληρώνει τα έξοδα, τα οφειλόμενα
  2. χρήσιμος, λυσιτελής, ωφέλιμος
     αντώνυμα: ἀλυσιτελής

Παράγωγα

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λύσις, λύω και τέλος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Το LSJ σημειώνει στο λήμμα λυσιτελέω για την ετυμολογία του Πλάτωνα: a wrong etym. is given in Pl. Cra. 417c. (μια λανθασμένη ετυμολογία δίνεται στον Κρατύλο του Πλάτωνα)
  NODES