μονάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονάδα | οι | μονάδες |
γενική | της | μονάδας | των | μονάδων |
αιτιατική | τη | μονάδα | τις | μονάδες |
κλητική | μονάδα | μονάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονάδα < αρχαία ελληνική μονάς, ενότητα, στην αιτιατική (μονάδα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμονάδα θηλυκό
- (μαθηματικά 1ης δημοτικου) ο μικρότερος ακέραιος αριθμός που επαναλαμβανόμενος σχηματίζει όλους τους άλλους ακέραιους αριθμούς
- το σύμβολο της μονάδας είναι το 1
- μονάδα μέτρησης• κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που έχει καθοριστεί συμβατικά για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων
- μονάδα μήκους / βάρους / χωρητικότητας / χρόνου
- κάθε στοιχείο ενός συνόλου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα
- το χωριό και η πόλη είναι οι κυριότερες οικιστικές μονάδες
- ομάδα οντοτήτων (πρόσωπα, πράγματα υλικά ή άυλα) που όλα μαζί αποτελούν αυτόνομη και ενιαία οντότητα
- ένας τομέας δραστηριότητας
- μονάδα παραγωγής / διακίνησης / εμπορίας αγαθών
- τμήμα στρατού με αυτόνομη διοίκηση
- υπηρετεί σε μονάδα πεζικού
- ο χώρος στον οποίο έχει εγκατασταθεί μια στρατιωτική μονάδα
- τιμωρήθηκε με φυλάκιση, γιατί έλειψε αδικαιολόγητα από τη μονάδα του
- (τεχνολογία) η συσκευή, η διάταξη (συσκευών) σαν ολότητα[1]
- (πληροφορική) συσκευή που αποτελείται από διαφορετικά τμήματα υλικού (hardware) και λογισμικού και εκτελεί μια αυτόνομη λειτουργία
- ηλεκτρονικός υπολογιστής σαν ολότητα, οι μονάδες εισόδου και εξόδου δεδομένων
- ένας τομέας δραστηριότητας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονάδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ από αναζήτηση «μονάδα» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.