μπουκαπόρτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουκαπόρτα | οι | μπουκαπόρτες |
γενική | της | μπουκαπόρτας | — | |
αιτιατική | την | μπουκαπόρτα | τις | μπουκαπόρτες |
κλητική | μπουκαπόρτα | μπουκαπόρτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπουκαπόρτα < ιταλική boccaporta / boccaporto < bocca + porta
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουκαπόρτα θηλυκό
- άνοιγμα για τη φόρτωση του πλοίου στο πλευρά του σκάφους ή σε άλλο σημείο του
- σχετικά μικρό πλευρικό άνοιγμα, σε παλιότερα πολεμικά πλοία, από το οποίο προέβαλαν τα κανόνια