μυθολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυθολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mythologie < αρχαία ελληνική μῦθος + λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυθολογία θηλυκό
- οι μύθοι ενός λαού ως σύνολο
- (κατ’ επέκταση) η επιστήμη που ασχολείται με το (1)
- (μεταφορικά) διάφορες ανυπόστατες, ανακριβείς ή φανταστικές απόψεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μυθολογία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυθολογία
|