ντόπιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ντόπιος | η | ντόπια | το | ντόπιο |
γενική | του | ντόπιου | της | ντόπιας | του | ντόπιου |
αιτιατική | τον | ντόπιο | την | ντόπια | το | ντόπιο |
κλητική | ντόπιε | ντόπια | ντόπιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ντόπιοι | οι | ντόπιες | τα | ντόπια |
γενική | των | ντόπιων | των | ντόπιων | των | ντόπιων |
αιτιατική | τους | ντόπιους | τις | ντόπιες | τα | ντόπια |
κλητική | ντόπιοι | ντόπιες | ντόπια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντόπιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐντόπιος με αποβολή του αρχικού φωνήεντος [1]
- Και ουσιαστικοποιημένο. Συγκρίνετε με το εντόπιος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdo.pços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντό‐πιος
Επίθετο
επεξεργασίαντόπιος, -α, -ο
- που έχει γεννηθεί και ζει σε έναν τόπο
- που έχει δημιουργηθεί ή παραχθεί σε έναν τόπο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εντόπιος, εν και τόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντόπιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντόπιος αρσενικό
- αυτός που έχει γεννηθεί και ζει σε έναν τόπο
- ⮡ Οι ντόπιοι ήταν ιδιαίτερα φιλικοί απέναντι στους επισκέπτες.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ντόπιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας