Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεγδέρνω < λείπει η ετυμολογία

ξεγδέρνω

  • προκαλώ επιφανειακές ζημιές στο δέρμα αφαιρώντας ένα μέρος του εξωτερικού στρώματός του, γδέρνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  NODES