ξενών
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξενών: σχηματισμός ενικού αριθμού < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξενῶνες (πληθυντικός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενών αρσενικό
- ίδρυμα φροντίδας φτωχών, αρρώστων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξένος
Πηγές
επεξεργασία- ξενών - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ξενῶνας - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ξενών | οἱ | ξενῶνες |
γενική | τοῦ | ξενῶνος | τῶν | ξενώνων |
δοτική | τῷ | ξενῶνῐ | τοῖς | ξενῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ξενῶνᾰ | τοὺς | ξενῶνᾰς |
κλητική ὦ! | ξενών | ξενῶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξενῶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ξενώνοιν | ||
Μαρτυρείται στον πληθυντικό. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- *ξενών: στον πληθυντικό: ξενῶνες < ξέν(ος) + κατάληξη ουσιαστικού
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ξενών ⇘ νέα ελληνικά: ξενώνας
Ουσιαστικό
επεξεργασία*ξενών αρσενικό (μαρτυρείται στον πληθυντικό ξενῶνες)
- η αίθουσα υποδοχής των ξένων
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 543 Μιλάει ο Άδητος στον Ηρακλή
- χωρὶς ξενῶνές εἰσιν οἷ σ' ἐσάξομεν.
- Έχω δωμάτια ξέχωρα για ξένους.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- χωρὶς ξενῶνές εἰσιν οἷ σ' ἐσάξομεν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 543 Μιλάει ο Άδητος στον Ηρακλή
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ξένος
Πηγές
επεξεργασία- ξενών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξενών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.