οπλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος οπλίζω
Μετοχή
επεξεργασίαοπλισμένος, -η, -ο
- που φέρει οπλισμό
- (για όπλο) που είναι έτοιμος να πυροβολήσει
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- οπλισμένος σαν αστακός
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Όροι με οπλισμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)