πένθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πένθος | τα | πένθη |
γενική | του | πένθους | των | πενθών |
αιτιατική | το | πένθος | τα | πένθη |
κλητική | πένθος | πένθη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πένθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πένθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷendʰ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpen.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέν‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπένθος ουδέτερο
- η οδύνη για το θάνατο αγαπημένου προσώπου
- η δημόσια και επίσημη έκφραση μεγάλης λύπης για το θάνατο κάποιου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ※ δεν θα κάνουμε φέτος γενέθλια, γιατί έχουμε πένθος
- ※ κηρύχτηκε τριήμερο πένθος για το θάνατο του πρώην πρωθυπουργού
- το μαύρο περιβραχιόνιο που φορούν οι άντρες σε ένδειξη πένθους ή άλλο σχετικό δηλωτικό πένθους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πένθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πενθεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | πένθος | τὰ | πένθη - πένθεᾰ | |
γενική | τοῦ | πένθους - πένθεος | τῶν | πενθῶν - πενθέων | |
δοτική | τῷ | πένθει - πένθεῐ̈ | τοῖς | πένθεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | πένθος | τὰ | πένθη - πένθεα | |
κλητική ὦ! | πένθος | πένθη - πένθεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πένθει - πένθεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πενθοῖν - πενθέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πένθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷendʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπένθος ουδέτερο
- λύπη, θλίψη
- πένθος για το θάνατο κάποιου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 216 (215-218)
- ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ· | οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο | ἔπλετο, ἥ τ᾽ ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ | καὶ μάλα τειρόμενον καὶ ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,
- Αλλά ζητώ την άδειά σας τώρα να δειπνήσω, παρά τη μαύρη πίκρα που με τρώει· | πράγμα δεν ξέρω αναιδέστερο στον κόσμο απ᾽ την καταραμένη αυτήν κοιλιά — | αυτή προστάζει στον καθένα να θυμηθεί το φαγητό, | κι αν είναι ακόμη συντριμμένος, ας έχει πένθος στην ψυχή του.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ· | οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο | ἔπλετο, ἥ τ᾽ ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ | καὶ μάλα τειρόμενον καὶ ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 216 (215-218)
- δυστυχία
Πηγές
επεξεργασία- πένθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πένθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.