πατέντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πατέντα | οι | πατέντες |
γενική | της | πατέντας | των | πατεντών |
αιτιατική | την | πατέντα | τις | πατέντες |
κλητική | πατέντα | πατέντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατέντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική patente + -α < λατινική patens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος pateo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈten.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τέ‐ντα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατέντα θηλυκό
- η επίσημη αναγνώριση από την αρμόδια (κρατική) υπηρεσία ότι μια συγκεκριμένη εφεύρεση είναι έργο ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο έχει και τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης της εφεύρεσης αυτής
- (κατ’ επέκταση) η πρωτότυπη λύση που δίνει κάποιος σε ένα συγκεκριμένο τεχνικό πρόβλημα
- ⮡ Πώς θα το φτιάξουμε αυτό χωρίς ανταλλακτικά; Πρέπει να βρούμε καμιά πατέντα.