πιστεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιστεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πιστεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈste.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπιστεύω, αόρ.: πίστεψα
- έχω πίστη
- ⮡ σε πιστεύω
- νομίζω
- ⮡ πιστεύω πως δε λέει την αλήθεια
- → δείτε και τη λέξη πιστεύεται
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πίστη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστεύω | πίστευα | θα πιστεύω | να πιστεύω | πιστεύοντας | |
β' ενικ. | πιστεύεις | πίστευες | θα πιστεύεις | να πιστεύεις | πίστευε | |
γ' ενικ. | πιστεύει | πίστευε | θα πιστεύει | να πιστεύει | ||
α' πληθ. | πιστεύουμε | πιστεύαμε | θα πιστεύουμε | να πιστεύουμε | ||
β' πληθ. | πιστεύετε | πιστεύατε | θα πιστεύετε | να πιστεύετε | πιστεύετε | |
γ' πληθ. | πιστεύουν(ε) | πίστευαν πιστεύαν(ε) |
θα πιστεύουν(ε) | να πιστεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πίστεψα | θα πιστέψω | να πιστέψω | πιστέψει | ||
β' ενικ. | πίστεψες | θα πιστέψεις | να πιστέψεις | πίστεψε | ||
γ' ενικ. | πίστεψε | θα πιστέψει | να πιστέψει | |||
α' πληθ. | πιστέψαμε | θα πιστέψουμε | να πιστέψουμε | |||
β' πληθ. | πιστέψατε | θα πιστέψετε | να πιστέψετε | πιστέψτε | ||
γ' πληθ. | πίστεψαν πιστέψαν(ε) |
θα πιστέψουν(ε) | να πιστέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιστέψει | είχα πιστέψει | θα έχω πιστέψει | να έχω πιστέψει | ||
β' ενικ. | έχεις πιστέψει | είχες πιστέψει | θα έχεις πιστέψει | να έχεις πιστέψει | ||
γ' ενικ. | έχει πιστέψει | είχε πιστέψει | θα έχει πιστέψει | να έχει πιστέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστέψει | είχαμε πιστέψει | θα έχουμε πιστέψει | να έχουμε πιστέψει | ||
β' πληθ. | έχετε πιστέψει | είχατε πιστέψει | θα έχετε πιστέψει | να έχετε πιστέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστέψει | είχαν πιστέψει | θα έχουν πιστέψει | να έχουν πιστέψει |
|
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία έχω πίστη
|
νομίζω
→ δείτε τη λέξη νομίζω |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιστεύω ουδέτερο άκλιτο
- (στον ενικό, χριστιανισμός) το σύμβολο της Πίστεως
- (κυρίως στον πληθυντικό) οι πεποιθήσεις ενός ανθρώπου, οι ιδέες
- ⮡ υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που διώκονται για τα πολιτικά τους πιστεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πιστεύω | πιστεύομαι |
Παρατατικός | ἐπίστευον | ἐπιστευόμην |
Μέλλοντας | πιστεύσω | πιστεύσομαι |
Αόριστος | ἐπίστευσα | ἐπιστευσάμην |
Παρακείμενος | πεπίστευκα | πεπίστευμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπιστεύκειν | ἐπεπιστεύμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπιστεύω
Κλίση
επεξεργασία πιστεύω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πίστις
Πηγές
επεξεργασία- πιστεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιστεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.