↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαϊνός η πλαϊνή το πλαϊνό
      γενική του πλαϊνού της πλαϊνής του πλαϊνού
    αιτιατική τον πλαϊνό την πλαϊνή το πλαϊνό
     κλητική πλαϊνέ πλαϊνή πλαϊνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαϊνοί οι πλαϊνές τα πλαϊνά
      γενική των πλαϊνών των πλαϊνών των πλαϊνών
    αιτιατική τους πλαϊνούς τις πλαϊνές τα πλαϊνά
     κλητική πλαϊνοί πλαϊνές πλαϊνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαϊνός < μεσαιωνική ελληνική πλαγινός < πλάγι < αρχαία ελληνική πλάγιον, ουδέτερο του πλάγιος

  Επίθετο

επεξεργασία

πλαϊνός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται στο πλάι από κάποιον ή κάτι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πλαϊνός: ο γείτονας, ο διπλανός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) πλαϊνά: τα μέρη ενός πλοίου, οχήματος κ.λπ. που βρίσκονται στο πλάι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  NODES