πλευριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- πλευριτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pleurétique, pleuritique < μεσαιωνική λατινική pleuriticus < αρχαία ελληνική πλευρῖτ(ις) + -icus (< -ικός)
Επίθετο
επεξεργασίαπλευριτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την πλευρίτιδα
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- πλευριτικός < πλευρίτ(ης) + -ικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλευριτικός, -ού
- (ιατρική) που υποφέρει από πλευρίτιδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλευριτικός
Πηγές
επεξεργασία- πλευριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλευριτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.