↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλεύσιμος η πλεύσιμη το πλεύσιμο
      γενική του πλεύσιμου της πλεύσιμης του πλεύσιμου
    αιτιατική τον πλεύσιμο την πλεύσιμη το πλεύσιμο
     κλητική πλεύσιμε πλεύσιμη πλεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλεύσιμοι οι πλεύσιμες τα πλεύσιμα
      γενική των πλεύσιμων των πλεύσιμων των πλεύσιμων
    αιτιατική τους πλεύσιμους τις πλεύσιμες τα πλεύσιμα
     κλητική πλεύσιμοι πλεύσιμες πλεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλεύσιμος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πλεύσιμος. Αναλύεται σε πλευσ- (πλέω) + -ιμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈplef.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλεύ‐σι‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

πλεύσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πλεύση και πλέω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλεύσιμος < πλέω, πλευσ- + -ιμος


ζητούμενο λήμμα

  NODES