πλους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πλους | οι | πλόες |
γενική | του | πλου | των | πλόων |
αιτιατική | τον | πλου & πλουν |
τους | πλόες & πλόους |
κλητική | πλου | πλόες | ||
Δείτε την αρχαία κλίση του πλόος και πλοῦς. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλοῦς, αττικός συνηρημένος τύπος του πλόος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλους αρσενικό
- η ενέργεια του πλέω, το ταξίδι ενός σκάφους, όπως πλοίου στη θάλασσα ή σπανιότερα ενός αερόστατου
- ※ Αλλά και στο δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας υπάρχουν περιορισμοί: η αβλαβής διέλευση, που αποτελεί όρο εισόδου και διέλευσης ενός πλοίου τρίτου κράτους, υπόκειται στον έλεγχο του παράκτιου κράτους, το οποίο μπορεί να εμποδίσει ένα πλοίο να εισέλθει ή να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, εάν ο πλους του δεν είναι αβλαβής για συμφέροντα του παράκτιου κράτους, την ασφάλειά του και την ευζωία των πολιτών του.
- Χρήστος Ροζάκης, Ενα αλφαβητάριο του Δικαίου της Θάλασσας, Η Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 2024
- ※ Αλλά και στο δικαίωμα της ελευθεροπλοΐας υπάρχουν περιορισμοί: η αβλαβής διέλευση, που αποτελεί όρο εισόδου και διέλευσης ενός πλοίου τρίτου κράτους, υπόκειται στον έλεγχο του παράκτιου κράτους, το οποίο μπορεί να εμποδίσει ένα πλοίο να εισέλθει ή να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, εάν ο πλους του δεν είναι αβλαβής για συμφέροντα του παράκτιου κράτους, την ασφάλειά του και την ευζωία των πολιτών του.
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλους