πουσταρέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουσταρέλι | τα | πουσταρέλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πουσταρέλι | τα | πουσταρέλια |
κλητική | πουσταρέλι | πουσταρέλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πουσταρέλι < πούστης + υποκοριστικό επίθημα -αρέλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουσταρέλι ουδέτερο
- (προφορικό, αργκό) υποκοριστικό του πούστης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πουσταρέλι
|