προορισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προορισμός < αρχαία ελληνική προορισμός < προορίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροορισμός αρσενικό
- ο τόπος για τον οποίο προορίζεται ένας ταξιδιώτης
- ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει ένας άνθρωπος ή αντικείμενο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προορίζω