σελιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασελιδώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σελιδώνω | σελίδωνα | θα σελιδώνω | να σελιδώνω | σελιδώνοντας | |
β' ενικ. | σελιδώνεις | σελίδωνες | θα σελιδώνεις | να σελιδώνεις | σελίδωνε | |
γ' ενικ. | σελιδώνει | σελίδωνε | θα σελιδώνει | να σελιδώνει | ||
α' πληθ. | σελιδώνουμε | σελιδώναμε | θα σελιδώνουμε | να σελιδώνουμε | ||
β' πληθ. | σελιδώνετε | σελιδώνατε | θα σελιδώνετε | να σελιδώνετε | σελιδώνετε | |
γ' πληθ. | σελιδώνουν(ε) | σελίδωναν σελιδώναν(ε) |
θα σελιδώνουν(ε) | να σελιδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σελίδωσα | θα σελιδώσω | να σελιδώσω | σελιδώσει | ||
β' ενικ. | σελίδωσες | θα σελιδώσεις | να σελιδώσεις | σελίδωσε | ||
γ' ενικ. | σελίδωσε | θα σελιδώσει | να σελιδώσει | |||
α' πληθ. | σελιδώσαμε | θα σελιδώσουμε | να σελιδώσουμε | |||
β' πληθ. | σελιδώσατε | θα σελιδώσετε | να σελιδώσετε | σελιδώστε | ||
γ' πληθ. | σελίδωσαν σελιδώσαν(ε) |
θα σελιδώσουν(ε) | να σελιδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σελιδώσει | είχα σελιδώσει | θα έχω σελιδώσει | να έχω σελιδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σελιδώσει | είχες σελιδώσει | θα έχεις σελιδώσει | να έχεις σελιδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σελιδώσει | είχε σελιδώσει | θα έχει σελιδώσει | να έχει σελιδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σελιδώσει | είχαμε σελιδώσει | θα έχουμε σελιδώσει | να έχουμε σελιδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σελιδώσει | είχατε σελιδώσει | θα έχετε σελιδώσει | να έχετε σελιδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σελιδώσει | είχαν σελιδώσει | θα έχουν σελιδώσει | να έχουν σελιδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σελιδώνω
|