σκύλον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκύλον < αρχαία ελληνική σκῦλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκύλον ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) (συνήθως στον πληθυντικό: σκύλα / σκῦλα) λάφυρο, λεία, όπλο ή πανοπλία που αφαιρείται από σκοτωμένο εχθρό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκύλον
|