↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στηθικός η στηθική το στηθικό
      γενική του στηθικού της στηθικής του στηθικού
    αιτιατική τον στηθικό τη στηθική το στηθικό
     κλητική στηθικέ στηθική στηθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στηθικοί οι στηθικές τα στηθικά
      γενική των στηθικών των στηθικών των στηθικών
    αιτιατική τους στηθικούς τις στηθικές τα στηθικά
     κλητική στηθικοί στηθικές στηθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στηθικός < αρχαία ελληνική στηθικός[1] < στῆθος

  Επίθετο

επεξεργασία

στηθικός

  1. (σπάνιο) που έχει σχέση με το στήθος ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (παρωχημένο, σπάνιο) φυματικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στηθικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • στηθικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  NODES