στρίποδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρίποδο | τα | στρίποδα |
γενική | του | στρίποδου | των | στρίποδων |
αιτιατική | το | στρίποδο | τα | στρίποδα |
κλητική | στρίποδο | στρίποδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρίποδο < επίθετο *στρίποδος < μεσαιωνική ελληνική τρίποδος, με ανάπτυξη του /s/ από την συμπροφορά με το αόριστο άρθρο «ένας» και μετάπλαση σε ουδέτερο με βάση την αιτιατική του επιθέτου (/enas tɾipoðos/ > /enastɾipoðos/ > /ena stripoðo/)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρίποδο ουδέτερο
- άλλη μορφή του τρίποδο