συναίσθημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναίσθημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναίσθημα < συναισθάνομαι < συν- + αἰσθάνομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈne.sθi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναί‐σθη‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐αί‐σθη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναίσθημα ουδέτερο
- (ψυχολογία) η ψυχική κατάσταση, ευχάριστη ή δυσάρεστη που συνδέεται με τα αισθήματα (τις εντυπώσεις που έχουμε απ' τις αισθήσεις μας) ή σκέψεις
- ⮡ το αίσθημα της γλυκιάς της μυρωδιάς, που έδινε πάντα το συναίσθημα της ασφάλειας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συναίσθημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συναίσθημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.