Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνοριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνοριακ
ός
η
συνοριακ
ή
το
συνοριακ
ό
γενική
του
συνοριακ
ού
της
συνοριακ
ής
του
συνοριακ
ού
αιτιατική
τον
συνοριακ
ό
τη
συνοριακ
ή
το
συνοριακ
ό
κλητική
συνοριακ
έ
συνοριακ
ή
συνοριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνοριακ
οί
οι
συνοριακ
ές
τα
συνοριακ
ά
γενική
των
συνοριακ
ών
των
συνοριακ
ών
των
συνοριακ
ών
αιτιατική
τους
συνοριακ
ούς
τις
συνοριακ
ές
τα
συνοριακ
ά
κλητική
συνοριακ
οί
συνοριακ
ές
συνοριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνοριακός
<
σύνορο
+
-ιακός
Επίθετο
επεξεργασία
συνοριακός
που βρίσκεται στα
σύνορα
ή συμβαίνει σ' εκείνη την
περιοχή
Συγγενικά
επεξεργασία
διασυνοριακός
συνοριακά
→
δείτε
τη λέξη
σύνορο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνοριακός
αγγλικά
:
border
(en)